- οφιοειδής
- ης, ες1) похожий на змею; змеевидный; 2) извивающийся (о дороге и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀφιοειδής — like a serpent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφιοειδής — ές (Α οφιοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με φίδι νεοελλ. αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής. επίρρ... οφιοειδώς με οφιοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ειδής*] … Dictionary of Greek
ὀφιοειδῆ — ὀφιοειδής like a serpent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀφιοειδής like a serpent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀφιοειδής like a serpent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοειδές — ὀφιοειδής like a serpent masc/fem voc sg ὀφιοειδής like a serpent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
αγκυλόκυκλος — ἀγκυλόκυκλος, ον (Α) (για την ουρά δράκοντος) ελικοειδής, οφιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κύκλος] … Dictionary of Greek
ερπετώδης — ες (AM ἑρπετώδης, ες) [ερπετό] αυτός που μοιάζει με ερπετό, ο οφιοειδής νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος ερπετά 2. χαμερπής, ποταπός αρχ. φρ. «ἑρπετώδης προβολή» η προβοσκίδα τού ελέφαντα … Dictionary of Greek
ερπυστήρ — ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω] 1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.) 2. ως επίθ. α) αυτός που έρπει β) οφιοειδής, ελικοειδής … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek